- διαδορατίζομαι
- διαδορατίζομαι (Α) [δορατίζομαι]1. αγωνίζομαι στη μάχη2. ενοχλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαδορατιζόμενοι — διαδορατίζομαι fight with spears pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδορατιζόμενος — διαδορατίζομαι fight with spears pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδορατισθέντες — διαδορατίζομαι fight with spears aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)